- περίβασιν
- περίβασιςgoing roundfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίβασις — εως, ἡ, Α [περιβαίνω] 1. το βάδισμα γύρω γύρω, η πορεία σε κύκλο 2. περιστροφή, περιφορά, περίοδος, γύρος («οὐρανοῡ ταχύτητα τὴν περὶ ταῡτα περίβασιν», Ερμητ. Κείμ.) 3. (κυρίως για επίδεσμο) το μέρος ενός πράγματος το οποίο περιβάλλει κάτι… … Dictionary of Greek